ἀφιλοδόξως

ἀφιλοκαλία

ἀφιλόκαλος
ἀφιλοκαλία, ας () [ῐᾰλ] indifférence pour le beau ou le bien, Eup. (Ath. 3a).
Étym. ἀφιλόκαλος.