ἀφιλόλογος

ἀφιλόνεικος

ἀφιλονείκως
ἀ·φιλόνεικος, ος, ον [] qui n’aime pas les disputes, Arstt. Virt. et vit. 4, 3 ; 6, 4 ||
Sup. -ότατος, Phil. 2, 5.