ἀφιλοξενίη

ἀφιλοπλουτία

ἀφιλόπονος
ἀ·φιλοπλουτία, ας () [φῐ] mépris ou indifférence pour les richesses, Plut. Lys. c. Syll. 3.
Étym. ἀ, φιλόπλουτος.