ἄφιξις

ἀφιππάζομαι

ἀφιππεύω
ἀφ·ιππάζομαι (f. άσομαι, ao. ἀφιππασάμην) s’éloigner à cheval, Pol. 29, 6, 16 ; Plut. Æmil. 19 ; Luc. Hld.
Étym. ἀπό, ἱππ.