ἀφρισμός

ἀφρῖτις

ἀφρόγαλα
ἀφρῖτις, ιδος () [ῑῐδ] sorte d’ἀφύη, Arstt. fr. 292 ; Opp. H. 1, 776.
Étym. ἀφρός.