Ἀφροδισιάς

ἀφροδισιασμός

ἀφροδισιαστής
ἀφροδισιασμός, οῦ () [Ῠῑσ] action de se livrer aux plaisirs de l’amour, Hpc. Aph. 1257 ; Arstt. G.A. 1, 18, 54, etc.
Étym. ἀφροδισιάζω.