Ἀφρογένεια

ἀφρογενής

Ἀφροδίσια
ἀφρο·γενής, ής, ές [] né de l’écume (de la mer), ép. d’Aphroditè, Hés. Th. 196 ; A. Pl. 4, 211.
Étym. ἀφρός, γίγνομαι.