Ἀφρόδιτος

ἀφρόκομος

ἀφρόλιτρον
ἀφρό·κομος, ος, ον [] à la chevelure ruisselante d’écume, Mus. 262 ; Nonn. D. 2, 618.
Étym. ἀφρός, κόμη.