ἀφροσέληνος

ἀφροσιϐόμϐαξ

ἀφροσκόροδον
ἀφροσι·ϐόμϐαξ, ακος () [ῐᾰκ] stupide hâbleur, Timon (DL. 2, 126).
Étym. ἄφρων, βομϐέω.