Ἀφρώ

ἀφρώδης

ἄφρων
ἀφρώδης, ης, ες, écumeux, écumant, Hpc. 69a, etc. ; Eur. Or. 220 ; Plat. Tim. 60b, etc. ; subst. τὸ ἀφρῶδες, Hpc. 179c, l’écume ||
Cp. ἀφρωδέστερος, Hpc. 393, 4.
Étym. ἀφρός, -ωδης.