ἀφθέγκτως

ἀφθιτόμητις

ἀφθιτόμισος
ἀφθιτό·μητις, ιος (ὁ, ἡ) [θῐ] dont les conseils sont éternellement bons, Naz. 2, 147a.
Étym. ἄφθιτος, μῆτις.