ἀφυμνέω-ῶ

ἀφύξιμος

ἀφύπαρχος
ἀ·φύξιμος, ος, ον, Nic. Th. 603, non passager, durable (ἀ, φύξιμος) ; sel. d’autres, abondant.
Étym. ἀφύσσω.