ἀφημερεύω

ἀφημερινός

ἀφηνιάζω
ἀφημερινός, ή, όν, de chaque jour, quotidien, Theol. 52 ; A. Aphr. Probl. 27, 10, etc.
Étym. ἀπό, ἡμερινός.