ἄπλεκτος

ἀπλεονέκτητος

ἄπλετος
ἀ·πλεονέκτητος, ος, ον :
1 sans cupidité, sans ambition, Clém. 663, 26 ||
2 sans surplus, Theol. p. 34, 6.
Étym. ἀ, πλεονεκτέω.