ἀπνεύστως

ἄπνοια

ἄπνοος-ους
ἄ·πνοια, ας () absence de vent, calme, Hpc. Epid. 3, 1081 ; Arstt. G.A. 5, 5, 6, etc. ; Th. C.P. 2, 7, 5 ; 5, 10, 3 ; Pol. 34, 11, 19.
Étym. ἄπνοος.