ἀποϐλαστάνω

ἀποϐλάστημα

ἀποϐλάστησις
ἀποϐλάστημα, ατος (τὸ) pousse, rejeton, Th. C.P. 1, 20, 1 ; fig. Plat. Conv. 208b.
Étym. ἀποϐλαστάνω.