ἀποϐρέχω

ἀποϐρίζω

ἀποϐροχή
ἀπο·ϐρίζω (ao. ἀπέϐριξα) s’endormir, Od. 9, 151 ; 12, 7 ; Thcr. Epigr. 21, etc. ; avec ὕπνον, Call. Ep. 17, m. sign.