ἀποϐροχίζω

ἀποϐροχισμός

ἀποϐροχιστέον
ἀποϐροχισμός, οῦ () ligature (d’un anévrisme) Antyll. (Orib. 4, 56 Mai).
Étym. ἀποϐροχίζω.