ἀποϐροχιστέον

ἀποϐρόχω

ἀποϐρύκω
*ἀπο·ϐρόχω (ao. 3 sg. ἀπέϐροξεν) engloutir, Anth. 7, 506 (var. ἀπέϐρυξεν, v. le suiv.).
Étym. cf. ἀναϐρόχω.