ἀποχαλκεύω

ἀποχαλκίζω

ἀποχαρακόω-ῶ
ἀπο·χαλκίζω (ao. ἀπεχάλκισα) dépouiller de son argent, Anth. 11, 283.
Étym. ἀ. χαλκός.