ἀποχαρακόω-ῶ

ἀποχάραξις

ἀποχαράσσω
ἀποχάραξις, εως () [χᾰ] incision, Plut. M. 1079e ; particul. scarification, Gal. 10, 448 ; 13, 649.
Étym. ἀποχαράσσω.