ἀποχαράσσω

ἀποχαρίζομαι

ἀποχειμάζει
ἀπο·χαρίζομαι (f. ίσομαι, ao. ἀπεχαρισάμην, pf. inus.) [] accorder la faveur de, acc. Eum. 9 ; Rhét. 1, 479 W.