ἀπόχυμα

ἀποχύνω

ἀποχυρόω-ῶ
ἀπο·χύνω (impf. 3 sg. ἀπέχυνε, correct. p. ἀπεχύηνε) c. ἀποχέω, Spt. 3 Reg. 22, 35.