ἀποδεικτικῶς

ἀποδεικτός

ἀποδειλία
ἀπο·δεικτός, ή, όν, qu’on peut démontrer, qu’on démontre, Arstt. An. post. 1, 10, 7, etc. ; Philod. V. Herc. part. 1, p. 61d.
Étym. vb. d’ἀποδείκνυμι.