ἀποδειλία

ἀποδειλίασις

ἀποδειλιατέον
ἀποδειλίασις, εως () [ᾱσ] crainte, lâcheté, Pol. 3, 103, 2 ; Plut. Alex. 13.
Étym. ἀποδειλιάω.