ἀποδέκτης

ἀποδεκτός

ἀποδενδρόομαι-οῦμαι
ἀποδεκτός, ή, όν :
1 acceptable, Plut. M. 1061a ||
2 p. suite, agréable, Sext. 706 ; Diosc. Parab. 1 proœm. ||
Cp. -ότερος, Diosc. l. c.
Étym. ἀποδέχομαι.