ἀποδεκτέον

ἀποδεκτήρ

ἀποδέκτης
ἀποδεκτήρ, ῆρος () receveur, percepteur, Xén. Cyr. 8, 1, 9 ; Arstt. Mund. 6, 10.
Étym. ἀποδέχομαι.