ἀπόδερμα

ἀποδερματόω-ῶ

ἀποδέρω
ἀπο·δερματόω-ῶ [μᾰ] dépouiller de sa peau, de sa couverture, Pol. 6, 25, 7.
Étym. ἀπόδερμα.