ἀποδέρω

ἀπόδεσις

ἀποδεσμεύω
ἀπόδεσις, εως () action de lier, ligature, Arstt. H.A. 7, 10, 1 ; Jambl. V. Pyth. p. 256 Kiessl.
Étym. ἀποδέω.