ἀποδέξασθαι

ἀπόδεξις

ἀποδέξομαι
ἀπόδεξις, εως () action de recevoir, M. Ant. 10, 8.
Étym. ἀποδέχομαι.
ἀπόδεξις, v. ἀπόδειξις.