ἀποδινέω-ῶ

ἀποδίομαι

ἀποδιοπομπέομαι-οῦμαι
ἀπο·δίομαι (sbj. ἀποδίωμαι [ à l’arsis]) repousser, Il. 5, 763 (sel. d’autres, ἐξαποδίομαι).
Étym. ἀπό, *δίομαι.