ἀποδιοπομπέομαι-οῦμαι

ἀποδιοπόμπησις

ἀποδιοπομπητέον
ἀποδιοπόμπησις, εως () sacrifice expiatoire, conjuration religieuse, Plat. Leg. 854b.
Étym. v. le préc.