ἀπογκέω-ῶ

ἀπογλαυκόομαι-οῦμαι

ἀπογλαύκωσις
ἀπο·γλαυκόομαι-οῦμαι (inf. ao. -γλαυκωθῆναι ; part. pf. ἀπεγλαυκωμένος) être atteint du glaucome, maladie des yeux, DS. 3, 24 ; Plut. Tim. 37.