ἀπογλάφομαι

ἀπογλυκαίνω

ἀπογλυφή
ἀπο·γλυκαίνω (part. pf. pass. ἀπεγλυκασμένος) [] édulcorer, adoucir, Diph. (Ath. 55e) ; DS. 1, 40.