ἀπογλύφω

ἀπογλωττίζω

ἀπόγνοια
ἀπο·γλωττίζω (part. pf. pass. ἀπεγλωττισμένος) priver de langue, rendre muet, Luc. Lex. 15.
Étym. ἀπό, γλῶττα.