ἀπογραφή

ἀπόγραφος

ἀπογράφω
ἀπόγραφος, ος, ον [ᾰφ] transcrit, copié, DH. Is. 11 ; DL. 6, 84 ; τὸ ἀπόγραφον, Cic. Att. 12, 52, 3, copie.