ἀποιήτως

ἀποικεσία

ἀποικέω-ῶ
ἀποικεσία, ας () émigration, en parl. de la captivité des Juifs, Spt. 2 Esdr. 6, 16, etc. ; 2 Reg. 24, 15 et 47.
Étym. ἀποικέω.