ἀποίκιλτος

ἀποικὶς πόλις

ἀποίκισις
ἀποικὶς πόλις () Hdt. 7, 167, ou subst. ἀποικίς, ίδος () Str. 481 ; Plut. Cor. 28, etc. colonie.
Étym. ἄποικος.