ἀποικοδομέω-ῶ

ἀποικονομέω-ῶ

ἀποικονόμησις
ἀπ·οικονομέω-ῶ, tenir à l’écart de sa maison, Plot. Enn. 1, 65 ||
Moy. m. sign. Hiérocl. (Stob. Fl. 39, 36).