ἀποκαίριος

ἀποκαισαρόομαι-οῦμαι

ἀποκαίω
ἀπο·καισαρόομαι-οῦμαι [σᾰ] devenir un César, M. Ant. 6, 30.
Étym. ἀπό, Καῖσαρ.