ἀποκαπνισμός

ἀποκαραδοκέω-ῶ

ἀποκαραδοκία
ἀπο·καραδοκέω-ῶ [κᾰᾱ] attendre avec impatience, Pol. 16, 2, 8, etc. ; Jos. B.J. 3, 7, 26, etc.