ἀποκαταστατικῶς

ἀποκατατίθημι

ἀποκαταφαίνω
ἀπο·κατατίθημι (seul. moy. ao. 2, 3 sg. poét. ἀποκάτθετο) déposer, quitter, A. Rh. 3, 817.