ἀποκερματίζω

ἀποκεφαλίζω

ἀποκεφαλισμός
ἀπο·κεφαλίζω [φᾰ] décapiter, Arr. Epict. 1, 1, 24 ; Artém. 1, 35 ; Spt. Ps. 101, 7, etc.
Étym. ἀπό, κεφαλή.