ἀποκηρύσσω

ἀποκιδαρόω-ῶ

ἀποκίδναμαι
ἀπο·κιδαρόω-ῶ [ῐᾰ] dépouiller de la cidare, Spt. Lev. 10, 6 ; 21, 20.
Étym. ἀπό, κίδαρις.