ἀποκληρονόμος

ἀπόκληρος

ἀποκληρόω-ῶ
ἀπό·κληρος, ος, ον :
1 qui n’a point part à, gén. Pd. P. 5, 51 ||
2 déshérité, Arstt. Top. 2, 6, 5 ||
E Dor. ἀπόκλαρος [λᾱ] Pd. l. c.
Étym. ἀπό, κλῆρος.