ἀποκοιτέω-ῶ

ἀπόκοιτος

ἀποκολλάω-ῶ
ἀπό·κοιτος, ος, ον, qui couche à l’écart ou loin de : τινος, Eschn. 45, 2 ; παρά τινος, Luc. D. deor. 10, 2, de qqn.
Étym. ἀπό, κοίτη.