ἀποκολπόομαι-οῦμαι

ἀποκολυμϐάω-ῶ

ἀποκομάω-ῶ
ἀπο·κολυμϐάω-ῶ, se sauver à la nage, Thc. 4, 25 ; DC. 49, 1.