ἀποκοπή

ἀπόκοπος

ἀποκοπτέος
ἀπόκοπος, ος, ον :
1 coupé à pic, escarpé, M. rubr. 32 ||
2 châtré, eunuque, Str. 630 ; τὸ ἀπόκοπον, Phil. 2, 264, castration.
Étym. ἀποκόπτω.