ἀποκοτταϐισμός

ἀποκουφίζω

ἀπόκοψις
ἀπο·κουφίζω, alléger, décharger : τινά, Plut. Cleom. 18, qqn ; τινός, Eur. Hec. 104, de qqe ch. ; τινὰ ἔκ τινος, Anth. 9, 372, qqn de qqe ch.