ἀπόκοψις

ἀποκραδίζω

ἀποκράδιος
ἀπο·κραδίζω (opt. ao. 2 sg. -κραδίσειας) [ᾰδ] cueillir à un figuier, Nic. Al. 319.
Étym. ἀ. κράδη.